Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διακινδύνευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
διακινδύνευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
διακινδυνεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
διακινδυνεύω