Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαιτήτευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
διαιτήτευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
διαιτητεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
διαιτητεύω