διάπλευσις
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάπλευσις < διαπλέω (κολυμπάω). Μορφολογικά αναλύεται σε διά- + πλεῦσις κατά το αρχαία ελληνική πλέω - πλεῦσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάπλευσις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις διαπλέω, πλεῦσις και πλέω
Πηγές
επεξεργασία- διάπλευσις σελ.1920 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- διάπλευσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)