διάλεξε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διάλεξε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος διαλέγω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος διαλέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
- αγγλικά : β' ενικός προστακτική: take your pick (en), προστακτική: to take one's pick