Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημιουργική λογιστική < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική creative accounting
→ δείτε τις λέξεις δημιουργικός και λογιστική

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

δημιουργική λογιστική θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • η χρήση παραπλανητικών, όχι όμως απαραιτήτως παράνομων, μεθόδων στη λογιστική

  Μεταφράσεις επεξεργασία