Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημαρχεύω < δήμαρχ(ος) + -εύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.maɾˈçe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐μαρ‐χεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

δημαρχεύω

  • εκτελώ χρέη δημάρχου, όταν αυτός απουσιάζει ή δεν υπάρχει

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία