Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεν τρέχει μία, → δείτε τις λέξεις δεν, τρέχω και ένας

  Έκφραση επεξεργασία

δεν τρέχει μία

  1. (αργκό) δεν πειράζει
    κι αν ανταλλάξανε δυο κουβέντες, δεν πειράζει
  2. (αργκό) δε συμβαίνει τίποτα
  3. εδώ στην εξοχή, όπως πάντα, δεν πειράζει


Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία