Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δελέασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος δελεάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος δελεάζω