Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δεκαπλασίασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
δεκαπλασίασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
δεκαπλασιάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
δεκαπλασιάζω