Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δεκαπλασιάζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
δεκαπλασιάζω
<
δεκαπλάσιος
Ρήμα
επεξεργασία
δεκαπλασιάζω
πολλαπλασιάζω
επί το
δέκα
, αυξάνω μία ποσότητα κατά
δέκα
φορές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δεκαπλασιάζω
ισπανικά
:
decuplicar
(es)