δείχνοντας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΜετοχήΕπεξεργασία
δείχνοντας (επιρρηματική μετοχή)
- Τα έβγαλε πέρα δείχνοντας τρομερό κουράγιο
- Μας κατηύθυνε βουβά, 'δείχνοντάς μας την πινακίδα που έγραφε "προς Λαμία"
- Μας προκάλεσε μεγάλη αμηχνία δείχνοντάς μας με το δάχτυλο, λες και είμαστε εγκληματίες
- ΄Εφυγε δείχνοντας δυσαρεστημένος, οπότε για μερικές μέρες απέφυγα να του τηλεφωνήσω
- → δείτε τη λέξη δείχνω
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- επιδεικνύοντας
- κάνοντας υπομονή (για το δείχνοντας κουράγιο ή υπομονή)
- υποδεικνύοντας
- μαρτυρώντας (π.χ. ότι είναι κουρασμένος)
- δίνοντας την εντύπωση (π.χ. ότι ήταν στενοχωρημένος)
- υποδηλώνοντας
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υποδηλώνω, φανερώνω