Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δασκάλεψε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος δασκαλεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος δασκαλεύω