Ετυμολογία

επεξεργασία
δαμινός < δαμίν + -ινός

  Επίθετο

επεξεργασία

δαμινός

  1. ασθενικός, αμυδρός
  2. (το ουδέτερο ενικού ως επίρρημα) (δαμινόν) λίγο
  3. (το ουδέτερο πληθυντικού ως επίρρημα) → δείτε το λήμμα δαμινά