δαμινός
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδαμινός
- ασθενικός, αμυδρός
- (το ουδέτερο ενικού ως επίρρημα) (δαμινόν) λίγο
- (το ουδέτερο πληθυντικού ως επίρρημα) → δείτε το λήμμα δαμινά
Πηγές
επεξεργασία- δαμινός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.412, Τόμος 4, σελ.413, Τόμος 4 & προσθήκες βελτιώσεις: δαμινός σελ.409, Τόμος 9 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.