Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δαιμόνισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος δαιμονίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος δαιμονίζω