Ετυμολογία

επεξεργασία
δίσιγμα < (δις) δί- + σίγμα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δίσιγμα ουδέτερο

  • (χαρακτήρας) το γραφικό σύμβολο §, που δηλώνει παράγραφο ή εδάφιο σε κείμενο

Μεταφράσεις

επεξεργασία