δίκηο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδίκηο ουδέτερο
- (παρωχημένο) άλλη γραφή του δίκιο ή δίκαιο
- ※ Κάθε δίκηο δε(ν) βαρεί κι α(ν) βαρέση δεν ανοί(γ)ει
- παροιμία: Γεώγιος Ν. Καζαβής, Νισύρου λαογραφικά (Νέα Υόρκη 1940) σ. 156· διαθέσιμο στο αποθετήριο του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών· πρόσβαση: 2020-12-10.
- ※ Και μια μικρή απογοήτεψη. Ο Νουμάς δε δέχτηκε ένα διήγημα που του έστειλα. Ίσως έχει δίκηο. Καταλαβαίνω πως μου λείπει η φλόγα
- Μ. Καραγάτσης. «Το ημερολόγιο του Κωστή Ρούση», Το συναξάρι των αμαρτωλών. [Αθήνα]: Γκοβόστης, [1935], σ. 186.
- ※ Κάθε δίκηο δε(ν) βαρεί κι α(ν) βαρέση δεν ανοί(γ)ει