Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δέσποσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος δεσπόζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος δεσπόζω