Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δέσμευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
δέσμευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
δεσμεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
δεσμεύω