Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δάσωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
δάσωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
δασώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
δασώνω