Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δάσωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος δασώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος δασώνω