Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γυιοβαρής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
γυιοβαρής
<
γυῖον
(μέλος του σώματος) και
βαρέω
Επίθετο
επεξεργασία
γυιοβαρής, ής, ές
που
βαραίνει
τα μέλη του σώματος