Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλυκυθυμία < γλυκύθυμος < γλυκύς και θυμόςδιάθεση)


  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλυκυθυμία θηλυκό

  • η αγαθή, καλή διάθεση, η ευχάριστη διάθεση, το κεφι