γλυκαθείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
γλυκαθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γλυκαίνομαι
- θα γλυκαθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γλυκαίνομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος γλυκαίνομαι