γκόλφι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γκόλφι < εγκόλπιο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γκόλφι ουδέτερο
- "που μ' έκραξαν μ' απαντοχή, φίλο, αδελφό, πατέρα,
- γκόλφι να τα 'χω στο πλευρό και να τα βγάλω περα" (Δ. Σολωμός, Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Β' Σχεδίασμα, VII)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γκόλφι