Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ένα γκρόβερ (1)

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκρόβερ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκρόβερ ουδέτερο άκλιτο

  • είδος κομμένης ροδέλας που χρησιμεύει για τη διατήρηση του σφιξίματος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία