γκραντζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκραντζ < (άμεσο δάνειο) αγγλική grunge
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκραντζ θηλυκό άκλιτο
- (μουσική) είδος εναλλακτικής ροκ με πανκ επιρροές
Δείτε επίσης
επεξεργασία- grunge στη Βικιπαίδεια
γκραντζ θηλυκό άκλιτο