Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία el επεξεργασία

μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: alternative rock

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

θηλυκό

  • μουσικό υποείδος της ροκ