Δείτε επίσης: Γκουργκούλης, Γκουργκούλη

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γκουργκούλι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γκουργκούλι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) στρογγυλή πέτρα
  2. (ιδιωματικό, ανατομία) αστράγαλος
  3. (ιδιωματικό, στον πληθυντικό) λόφοι σαν σύνολο ή μεμονομένοι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

σε άλλα ιδιώματα:

Συγγενικά

επεξεργασία

γκουργκούλι -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»