γκουργκούλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκουργκούλι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκουργκούλι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) στρογγυλή πέτρα
- (ιδιωματικό, ανατομία) αστράγαλος
- (ιδιωματικό, στον πληθυντικό) λόφοι σαν σύνολο ή μεμονομένοι
Άλλες μορφές
επεξεργασίασε άλλα ιδιώματα:
- γκουργκούλ' (Μακεδονία)
- γκουργκούνι (Πελοπόννησος)
- κουρκούλ' (Μακεδονία)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασίαγκουργκούλι - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»