γκολκήπερ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκολκήπερ < αγγλική goalkeeper[1] [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκολκήπερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (αθλητισμός) άλλη μορφή του γκολκίπερ
Μεταφράσεις
επεξεργασία γκολκήπερ
|
- ↑ γκολκίπερ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ γκολκήπερ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας