Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκλισάντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική glissando

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκλισάντο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία