Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκελμπερί < (άμεσο δάνειο) τουρκική gelberi

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκελμπερί ουδέτερο άκλιτο

  • σιδερένιο ραβδί για τη διευθέτηση των ξύλων στο τζάκι

  Μεταφράσεις επεξεργασία