Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκαγκά < γαλλική gaga[1] (γεροξεκούτης, ξεκουτιασμένος) < (ηχομιμητική λέξη)[1]

  Επίθετο επεξεργασία

γκαγκά άκλιτο

  • ο νοητικά καθυστερημένος
    ※  Καλά τελείως γκαγκά είσαι, ρε Μιχάλη; Πας και λες είσαι άθεος στον καθηγητή των θρησκευτικών; Πάρε απαλλαγή, αν δεν πιστεύεις, να μη σε τρώμε και στη μάπα!

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 γκαγκά - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.