Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιεν < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική (en) (=κύκλος)
 
χαρτονόμισμα των δέκα γιεν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιεν ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία