Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιατροπορεύω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

γιατροπορεύω

  • δίνω σε κάποιον πρόχειρη ιατρική φροντίδα και θεραπεία

  Μεταφράσεις επεξεργασία