γαυλός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
γαυλός < αβέβ. ετυμ. ίσως φοινικικής προέλευσης, μάλλον από το γαῦλος, τα στρογγυλά φοινικικά πλοία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαυλός αρσενικό
γαυλός < αβέβ. ετυμ. ίσως φοινικικής προέλευσης, μάλλον από το γαῦλος, τα στρογγυλά φοινικικά πλοία
γαυλός αρσενικό