γαγάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαγάτης < Γάγαι (όνομα πόλης και ποταμού στη Λυκία της Μικράς Ασίας).
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαγάτης αρσενικό
- είδος μαύρου ορυκτού άνθρακα με μεγάλη σκληρότητα. Χρησιμοποιείται συχνά στην κοσμηματοποιία.
- Ο λίθος γαγάτης χρησιμοποιούταν στην αρχαιότητα ως φάρμακο και ως φυλαχτό.