γαβλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαβλίζω < γαβγίζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίαγαβλίζω, πρτ.: γάβλιζα, στ.μέλλ.: θα γαβλίσω, αόρ.: γάβλισα, μτχ.π.π.: γαβλισμένος
- (ιδιωματικό) γαβγίζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαβλίζω
|