γήλιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γήλιος < ἥλιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγήλιος αρσενικό
- ποιητική έκφραση για τον ήλιο
- Τον ίσκιο τους ανώφελο ξαπλώνουν τα πλατάνια, και σα να καρφωθήκανε τα φύλλα στα κλαδιά τους. Στυλώνει ο γήλιος τη ματιά, ματιά πυρή φιδίσια, τη γη, το μυριοπλούμιστο πουλί, για να βασκάνη (Κ.Παλαμάς, "Ο γιος της Χήρας")
- Ντρέπεται ο γήλιος ως διαβαίνει απ' το νησί, τόσο σκυφτούς ανθρώπους ν' αντικρίζει! Ντρέπεται για τους δημίους, μα δακρύζει, κάποια χαράδρα όταν φωτίζει ή μια κορφή! (Μακρόνησος, ιστορικός τόπος)
- ὁ γήλιος ἔγινε κουρέλι σὲ μιᾶς μεσόκοπης λαιμὸ ποὺ βήχει (Σεφέρης)
·εκεί, που γήλιος, ουρανός κι άνθρωποι γίνονται αδερφοί -Βάρναλης-