Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βούρλισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
βούρλισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
βουρλίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
βουρλίζω