Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουλίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος βουλίζω

  Ρήμα επεξεργασία

βουλίζομαι

  1. πέφτω, γκρεμίζομαι
    με τη πολύ βροχή βουλίστηκε ο μιτάτος

Άλλες μορφές επεξεργασία