Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βολέ < γαλλική

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βολέ ουδέτερο άκλιτο

  • δυνατό σουτ που εκτελείται όταν η μπάλα είναι στον αέρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία