Ετυμολογία

επεξεργασία
βολέ < γαλλική

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βολέ ουδέτερο άκλιτο

  • δυνατό σουτ που εκτελείται όταν η μπάλα είναι στον αέρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία