Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βλαστολόγησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
βλαστολόγησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
βλαστολογώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
βλαστολογώ