Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βλαστολόγησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος βλαστολογώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος βλαστολογώ