βιοπολυμερές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβιοπολυμερές ουδέτερο
- πολυμερές που παράγεται από ζωντανούς οργανισμούς
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βιοπολυμερές
βιοπολυμερές ουδέτερο