Ετυμολογία

επεξεργασία
βιγορία < (άμεσο δάνειο) ιταλική vigoria

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βιγορία θηλυκό

  • ορμή, δύναμη
    ※  16ος αιώνας, Ιάκωβος Τριβώλης, Ἱστορία τοῦ Ταγιαπιέρα, στίχ. 74 (73-76) @georgakas.lit.auth.gr
    Καὶ ἀπὸ τὴν πολλή τους βία,
    Τὴν μεγάλην βιγωρία,
    Ξυπόλητοι οἱ ὠργισμένοι
    Ἐσεβαῖναν οἱ καϋμένοι.
    Émile Legrand (επιμ.), Ιστορία του Ταγιαπιέρα που την σημερνήν ημέρα σαν αυτόν ουδέν εφάνη εις όσ’ ορίζουν οι χριστιανοί. Ποίημα Ιακώβου του Τριβώλη επιμελεία τε και διορθώσει Αιμυλίου Λεγρανδίου, Πανδώρα, Αθήνα 1869.

Άλλες γραφές

επεξεργασία