Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βιαιοπράγησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
βιαιοπράγησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
βιαιοπραγώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
βιαιοπραγώ