Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

βιαιοπράγησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος βιαιοπραγώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος βιαιοπραγώ