Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βημάτισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
βημάτισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
βηματίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
βηματίζω