βδελύττομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βδελύττομαι < αρχαία ελληνική βδελύττομαι / βδελύσσομαι, παθητική φωνή του ρήματος βδελύσσω
Ρήμα
επεξεργασίαβδελύττομαι (αποθετικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία βδελύττομαι
|
βδελύττομαι (αποθετικό)
|