Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βγαίνω στο κουρμπέτι < λείπει η ετυμολογία

  Έκφραση επεξεργασία

βγαίνω στο κουρμπέτι

  1. βγαίνω στη ζωή, βγαίνω στη βιοπάλη
  2. (για πόρνη) εκδίδομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία