Δείτε επίσης: Βαχλιώτης

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαχλιώτης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαχλιώτης αρσενικό

  • (αξίωμα) ακόλουθος, υπασπιστής, υπηρέτης βασιλιά ή άρχοντα
    ※  15ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google @georgakas.lit.auth.gr
    καὶ ὁ βαχλιώτης του ἐζήτησεν λάδιν νὰ βάλλη εἰς τ' ἀγρελλία, καὶ ἐλησμόνησαν ν' ἀγοράσουν καὶ τὰ χανουτία ἐσφαλίσαν ὅτι ἦτον ἀργά· καὶ ὁ ρήγας ἐγδέχετο νὰ τὰ φέρουν ἁμπρὸς του· θωρῶντα πῶς δὲν τὰ ἐφέραν, εἶπεν – εἰς τ' ὄνομα τοῦ θεοῦ τοῦτα τ' ἀγρελλία φέρνετέ τα! Καὶ ὁ βαχλιώτης εἶπέν του: ἀφέντη, λάδιν δὲν ἔχουν, καὶ οἱ μυροψοί ἐσφαλίσαν, καὶ πῶς ἐλησμονῆσαν νὰ φέρουν ἀνωρὰς καὶ ὡς ἔχουν συμπαθίον.
    ※  15ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
    καὶ τὸν ᾿Αλέξην τὸν Γιακούπην τὸν βαχλιώτην τοῦ ρηγός.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία