βαρύ χαρτί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαρύ χαρτί < → λείπει η ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαβαρύ χαρτί ουδέτερο
- (ειδικότερα) (οικονομία) η μετοχή μιας ισχυρής ή μεγάλης επιχείρησης στο χρηματιστήριο (συνήθως στον πληθυντικό: τα βαριά χαρτιά)
- ※ Μικρής έκτασης οι πωλήσεις στα βαριά χαρτιά, πίεσαν χαμηλότερα κυρίως τη μεσαία κεφαλαιοποίηση (στον ιστότοπο euro2day.gr: Μιχαήλ Γελαντάλις, «Ήπιες ρευστοποιήσεις στα ”βαριά χαρτιά”» (16 Ιανουαρίου 2004)· πρόσβαση: 2020-05-13)
- (γενικότερα) κάτι που είναι σημαντικό ή ισχυρό
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαρύ χαρτί
|