βαρίδιον
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαρίδιον < βάρ(ος) + -ίδιον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: βαρίδι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαρίδιον ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (ελληνιστική κοινή) βαρύλλιον, με εσφαλμένη γραφή βαρύδιον
Πηγές
επεξεργασία- βαρίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «βαρίδι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.